sassoline — (sa sso li n ) s. f. Nom donné par Beudant à l acide boracique … Dictionnaire de la Langue Française d'Émile Littré
sassoline — … Useful english dictionary
Sassolin — Sas so*lin, Sassoline Sas so*line, n. [From Sasso, a town in Italy: cf. F. sassolin.] (Min.) Native boric acid, found in saline incrustations on the borders of hot springs near Sasso, in the territory of Florence. [1913 Webster] … The Collaborative International Dictionary of English
σασσολίνης — και σασσολίτης, ο, Ν (ορυκτ.) φυσικό ορυκτό βορικό οξύ με λευκό ή γκρίζο χρώμα, που κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα και απαντά στην περιοχή τής Τοσκάνης τής Ιταλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σασσολίνης < αγγλ. sassoline < Sasso, περιοχή της… … Dictionary of Greek