- Myxinoid
- Myxinoid Myx"i*noid, a. (Zo["o]l.) Like, or pertaining to, the genus {Myxine}. -- n. A hagfish. [1913 Webster]
The Collaborative International Dictionary of English. 2000.
The Collaborative International Dictionary of English. 2000.
myxinoid — myx·i·noid … English syllables
myxinoid — ˈmiksəˌnȯid adjective or noun Etymology: New Latin Myxine + English oid : hyperotretan … Useful english dictionary
μυξινοειδή — τα ζωολ. τάξη κυκλόστομων άγναθων θαλασσόβιων σπονδυλωτών που περιλαμβάνει γένη στα οποία το στόμα βρίσκεται σχεδόν στην επιφάνεια τής κεφαλής και στο χείλος τους έχουν τέσσερα ζεύγη κεραιών και λίγα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek