- Phloramine
- Phloramine Phlo*ram"ine, n. [Phlorlucin + amine.] (Chem.) A basic amido derivative of phloroglucin, having an astringent taste. [1913 Webster]
The Collaborative International Dictionary of English. 2000.
The Collaborative International Dictionary of English. 2000.
phloramine — to phloretin: see phloro … Useful english dictionary
φλοραμίνη — και παλ. τ. φλωραμίνη, η, Ν χημ. οργανική χημική ένωση, γνωστή ως 5 αμινο 1, 3 διυδροξυ βενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloramine < phlor (< phlorizin, βλ. φλοριζίνη) + amine (βλ. αμίνη)] … Dictionary of Greek