proterogynous — proterog·y·nous … English syllables
proterogynous — … Useful english dictionary
proterogynous hermaphrodite — organism first female, later changing to male, e.g. Epinephelus guttatus (Serranidae) … Dictionary of ichthyology
pro|tog|y|nous — «proh TOJ uh nuhs», adjective. = proterogynous. (Cf. ↑proterogynous) … Useful english dictionary
Proterandrous — Pro ter*an drous, a. [Gr. ? earlier (fr. ? before) + ?, ?, man, male.] (Bot.) Having the stamens come to maturity before the pistil; opposed to {proterogynous}. [1913 Webster] … The Collaborative International Dictionary of English
Protogynous — Pro*tog y*nous, a. [Proto + Gr. gynh a woman.] (Bot.) Same as {Proterogynous}. [1913 Webster] … The Collaborative International Dictionary of English
protogynous — adjective for protogyny or a proterogynous hermaphrodite … Dictionary of ichthyology
προτερογυνία — η, Ν βοτ. η πρωτογυνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterogyny < proterogynous (βλ. λ. προτερόγυνος)] … Dictionary of Greek
προτερογυνικός — ή, ό, Ν βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προτερογυνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterogynic < proterogynous (βλ. λ. προτερόγυνος)] … Dictionary of Greek
προτερόγυνος — η, ο, Ν βοτ. (για ερμαφρόδιτα άνθη) αυτός που τα θηλυκά όργανα του ωριμάζουν πριν από τα αρσενικά και αποκλείουν την αυτεπικονίαση επιφέροντας, έτσι, αναγκαστική ετερογονιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterogynous < πρότερος + … Dictionary of Greek