- theina
- Theine \The"ine\, n. [F. th['e]ine, fr. NL. thea. See {Theiform}.] (Chem.) See {Caffeine}. Called also {theina}. [1913 Webster]
The Collaborative International Dictionary of English. 2000.
The Collaborative International Dictionary of English. 2000.
Theine — The ine, n. [F. th[ e]ine, fr. NL. thea. See {Theiform}.] (Chem.) See {Caffeine}. Called also {theina}. [1913 Webster] … The Collaborative International Dictionary of English
τεΐνη — η, Ν (βιοχ.) αλκαλοειδές ενεργό συστατικό τού φύλλου τού τεΐοδένδρου με σύσταση ταυτόσημη με εκείνην τής καφεΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. theine < νεολατ. theina < thea (βλ. λ. τέιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Πλάτων] … Dictionary of Greek
theine — [thē′ēn΄, thē′in] n. [ModL theina < thea: see THEOPHYLLINE] CAFFEINE … English World dictionary