Amphipneust
Look at other dictionaries:
amphipneust — … Useful english dictionary
αμφίπνευστος — Ζωολ. όρος που χρησιμοποιείται από ορισμένους συγγραφείς, για να χαρακτηρίσει τα ζώα εκείνα που έχουν την ικανότητα να αναπνέουν τόσο με βράγχια όσο και με πνεύμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμφι * + πνευστός < πνέω, πρβλ. αγγλ. amphipneust] … Dictionary of Greek