heterotropous — het·er·ot·ro·pous … English syllables
heterotropous — |hed.ə|rä.trəpəs adjective Etymology: Greek heterotropos of different sort, various, from hetero heter + tropos tropous : amphitropous … Useful english dictionary
Heterotropal — Het er*ot ro*pal, Heterotropous Het er*ot ro*pous, a. [Gr. etero tropos turning another way; ? other + ? to turn: cf. F. h[ e]t[ e]rotrope.] (Bot.) Having the embryo or ovule oblique or transverse to the funiculus; amphitropous. Gray. [1913… … The Collaborative International Dictionary of English
ετερότροπος — η, ο (ΑΜ ἑτερότροπος, ον) 1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο 2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι… … Dictionary of Greek