homotropous — adjective Displaying, of, or pertaining to homotropy … Wiktionary
homotropous — ho·mot·ro·pous … English syllables
homotropous — … Useful english dictionary
Homotropal — Ho*mot ro*pal, Homotropous Ho*mot ro*pous, a. [Gr. ?; ? the same + ? turn, fr. ? to turn: cf. F. homotrope.] 1. Turned in the same direction with something else. [1913 Webster] 2. (Bot.) Having the radicle of the seed directed towards the hilum.… … The Collaborative International Dictionary of English
ομότροπος — η, ο (ΑΜ ὁμότροπος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο τρόπο ζωής με κάποιον άλλο («τῶν πολιτῶν τοὺς ὁμοτρόπους καὶ τοὺς ταὐτὰ προαιρουμένους», Θεόφρ.) 2. αυτός που είναι σύμφωνος κατά τον τρόπο, που μοιάζει με κάποιον άλλο ως… … Dictionary of Greek
homotropal — adjective see homotropous … Useful english dictionary