- Archeress
- Archeress \Arch"er*ess\, n. A female archer. --Markham. [1913 Webster]
The Collaborative International Dictionary of English. 2000.
The Collaborative International Dictionary of English. 2000.
archeress — … Useful english dictionary
τοξοτίδοιν — τοξότις archeress fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοτίδων — τοξότις archeress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξόθ' — τοξότα , τοξότης bowman masc voc sg (doric) τοξότα , τοξότης bowman masc nom sg (epic doric) τοξόται , τοξότης bowman masc nom/voc pl (doric) τοξότᾱͅ , τοξότης bowman masc dat sg (doric aeolic) τοξότι , τοξότις archeress fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότ' — τοξότα , τοξότης bowman masc voc sg (doric) τοξότα , τοξότης bowman masc nom sg (epic doric) τοξόται , τοξότης bowman masc nom/voc pl (doric) τοξότᾱͅ , τοξότης bowman masc dat sg (doric aeolic) τοξότι , τοξότις archeress fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότι — τοξότις archeress fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότιδα — τοξότις archeress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότιδας — τοξότις archeress fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότιδε — τοξότις archeress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότιδες — τοξότις archeress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)