somatocyst — n. [Gr. soma, body; kystis, bladder] (CNIDARIA: Hydrozoa) In Siphonophora, the beginning of the stem gastrovascular canal that may contain an oil droplet … Dictionary of invertebrate zoology
somatocyst — so·ma·to·cyst … English syllables
somatocyst — … Useful english dictionary
σωματοκύστη — η, Ν βιολ. κοιλότητα στην αεροφόρα συσκευή τών σιφωνοφόρων, η οποία περιέχει αέριο ή μια σταγόνα ελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatocyst < σώμα, σώματος + κύστη] … Dictionary of Greek
somatocystic — adjective see somatocyst … Useful english dictionary