C10H13OH — Carvacrol Car va*crol (k[aum]r v[.a]*kr[=o]l), n. (Chem.) A thick oily liquid, {C10H13.OH}, of a strong taste and disagreeable odor, obtained from oil of caraway ({Carum carui}). [1913 Webster] … The Collaborative International Dictionary of English
καρβακρόλη — Φαινόλη, ισομερής προς τη θυμόλη, του τύπου C10H13OH. Αποτελεί το κύριο συστατικό ορισμένων αιθέριων ελαίων, όπως το θυμέλαιο, το ριγανέλαιο κ.ά. Είναι άχρωμο, παχύρρευστο υγρό, με σημείο τήξης 0,5°C και σημείο βρασμού περίπου 240°C. Σχηματίζεται … Dictionary of Greek
timol — tìmōl m <G timóla> DEFINICIJA farm. bezbojni kristalni spoj C10H13OH, karakteristična mirisa, sastavni dio eteričnog ulja timijana (majčine dušice); služi za dezinfekciju i za suzbijanje dječjih glista ETIMOLOGIJA v. timijan + ol … Hrvatski jezični portal
thymol — /ˈθaɪmɒl/ (say thuymol) noun a crystalline phenol, C10H13OH, present in an oil obtained from thyme, used as an antiseptic, etc. {thym(e) + ol1} …